αλογοδότητος

αλογοδότητος
-η, -ο
επίρρ. εκείνος που δε λογοδότησε ή για τον οποίο δεν έγινε λογοδοσία: Η διαχείρισή του μένει αλογοδότητη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αλογοδότητος — η, ο [λογοδοτώ] 1. αυτός που δεν λογοδότησε ή δεν έχει υποχρέωση να λογοδοτήσει 2. αυτός για τον οποίο δεν λογοδότησε κανείς 3. επίρρ. αλογοδοτήτως, αλογοδότητα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”